Όταν ήμουν άφραγκος *
Ο αγαπημένος συγγραφέας αναπολεί τα χρόνια της ιερής κλοπής και της Μεγάλης Ανατριχίλας. Τότε που, γυμνασιόπαις και άφραγκος, στα βιβλιοπωλεία του Ηρακλείου, ένιωθε τα βιβλία που ορεγόταν η διψασμένη του ψυχή να γλιστρούν, σχεδόν σαν από μόνα τους, από τα ράφια στη μαθητική του τσάντα.
«Θα πλήρωνα αν είχα», γράφει. «Μα δεν είχα».
Ο Άρης Σφακιανάκης σήμερα, μπροστά στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του.
«Εκείνα τα χρόνια θα τα φέρνω πάντα στο νου σαν έναν Παράδεισο απολεσθέντα», γράφει.
«Ιδίως τώρα που η μισθωμένη εργασία επιτρέπει ν’ αγοράζω τα βιβλία μου».
(Φωτογραφία: Μόνικα Κρητικού)
Ζούσα τότε στο Ηράκλειο της Κρήτης και πήγαινα στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Δεκαετία του ’70 ήτανε, μες στη Χούντα, στα ολόχρυσα χρόνια του ροκ εντ ρολ. Είχα αρχίσει μόλις να διαβάζω λογοτεχνία, μυθιστορήματα που έβρισκα στη φτωχική βιβλιοθήκη της οικίας μου, το «Αμόκ» του Στέφαν Τσβάιχ, κάμποσες νουβέλες του Κρόνιν, την «Ανάσταση» του Τολστόι και τα «Μυστήρια των Παρισίων» του Σύη.
Ωστόσο το μεγαλύτερο μυστήριο ήταν πώς βρέθηκαν εκείνα τα βιβλία στο σπίτι μου, δεν θυμάμαι τον πατέρα μου να διαβάζει και η μάνα μου, όταν το έκανε, το έκανε στο προσκεφάλι μου, σαν ήμουν άρρωστο παιδάκι, για να περνάνε πιο ευχάριστα οι ώρες.
Διαβάστε ακόμα: «Αδέκαρος, φιλοξενούμενος φίλων δεξιά και αριστερά, να τρώω ένα καλαμάκι την ημέρα ‒στις καλές, ακόμα ένα το βράδυ». Το δηλητήριο ετούτο της ανάγνωσης, η βουλιμική μου ανάγκη για τυπωμένες σελίδες, η ακόρεστη εμμονή μου για ιστορίες στο χαρτί, δεν μπορούσε σε λίγο καιρό να ικανοποιηθεί από τα λιγοστά βιβλία της πατρογονικής βιβλιοθήκης.
Το χαρτζιλίκι που έπαιρνα τότε, στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε μου, έφτανε ίσα-ίσα για μια τυρόπιτα στο σχολείο –άντε μετά βίας για κανένα σινεμά την Κυριακή πρωί στους τοπικούς κινηματογράφους με την υπόλοιπη πιτσιρικαρία. Σίγουρα όμως δεν έφτανε για την αγορά βιβλίων. «Κανείς βιβλιοπώλης δεν με συνέλαβε ποτέ κλέπτοντα οπώρας –κι έτσι τους χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη για τη μόρφωση που μου χάρισαν, έστω άθελά τους».
Τι νά ’κανα; Τα γυαλιστερά εξώφυλλα με καλούσαν μαυλιστικά απ’ τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων κι εγώ στεκόμουν εκεί μπροστά και κοίταζα με τα μάτια πυρωμένα απ’ τον πόθο. Κάποτε, έμπαινα μέσα. Με άδειες τσέπες, περνούσα ώρες ολόκληρες γλιστρώντας ανάμεσα σε φορτωμένα ράφια από βιβλία, μπροστά από πάγκους με ποίηση και πεζογραφία, χάιδευα τις ράχες τους, οσφραινόμουν τις ανέγγιχτες σελίδες, διάβαζα το οπισθόφυλλο και το βιογραφικό του συγγραφέα.
Γινόμουν έτσι ένα με το περιβάλλον, μεταμορφωνόμουν στον «Εικονογραφημένο άνθρωπο» του Μπράντμπερι, ένιωθα την «Τύφλωση» του Κανέτι και την «Πείνα» του Χάμσουν, ώσπου, σχεδόν φυσιολογικά, σαν κάτι αναπότρεπτο, σχεδόν από μόνο του, γλιστρούσε το βιβλίο που είχα διαλέξει στην τσέπη του παλτού μου ή στη μαθητική μου τσάντα. Θα πλήρωνα αν είχα –μα δεν είχα. «Τα γυαλιστερά εξώφυλλα με καλούσαν μαυλιστικά απ’ τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων κι εγώ στεκόμουν εκεί μπροστά και κοίταζα με τα μάτια πυρωμένα απ’ τον πόθο. Κάποτε, έμπαινα μέσα…» Έτσι έφτιαξα την πρώτη μου βιβλιοθήκη. Κανείς βιβλιοπώλης δεν με συνέλαβε ποτέ κλέπτοντα οπώρας –κι έτσι τους χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη για τη μόρφωση που μου χάρισαν, έστω άθελά τους.
Εκείνα τα χρόνια της ιερής κλοπής, τα χρόνια της άφατης συγκίνησης με τα εντέχνως αποκτηθέντα βιβλία του Βασιλικού, του Σαρτρ, του Χένρυ Μίλλερ και τόσων άλλων, τα χρόνια εκείνα που το μέλλον ανοιγόταν μπροστά μας σαν ένας Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος, είναι χρόνια που θα τα φέρνω πάντα στο νου σαν έναν Παράδεισο απολεσθέντα. Ιδίως τώρα που η μισθωμένη εργασία επιτρέπει ν’ αγοράζω τα βιβλία μου. Χάθηκε η Μεγάλη Ανατριχίλα.
Διαβάστε ακόμα: Άρης Σφακιανάκης: «Πού τρώω το άπαιχτο σουβλάκι με γύρο από αρνί!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου